- παλιόκαιρος
- οάστατος καιρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < παλι(ο)- (βλ. λ. παλαιο-) + καιρός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παλιόκαιρος — ο ο ενοχλητικός βροχερός και γενικά ακατάστατος καιρός: Ο παλιόκαιρος μας μούχλιασε με τις βροχές του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Терзис, Пасхалис — Пасхалис Терзис … Википедия
καιρός — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση της ευκαιρίας, της ευνοϊκής χρονικής στιγμής. Προσωποποιήθηκε για πρώτη φορά στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Τον θεωρούσαν νεότατο γιο του Δία και υπήρχε βωμός του στην Ολυμπία. Ο ποιητής Ίων, από τη Χίο, είχε… … Dictionary of Greek
παλαιο- — και παλι(ο) (ΑΜ παλαιο ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. παλαιός και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είναι αρχαίο (πρβλ. παλαιογενής) ή έγινε πριν από πολλά χρόνια (πρβλ. παλαιόκτητος) ή οπισθοδρομικό, συντηρητικό… … Dictionary of Greek